Ἀσπενδίους

Ἀσπενδίους
Ἀσπένδιος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τριμίσκον — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Ασπενδίους) «ἱμάτιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τριμιτίσκος< τρίμιτος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ἀστερ ίσκος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”